- ψυχήϊος
- ψῡχ-ήϊος, η, ον,A having a ψυχή, alive, living, Pythag. ap. Luc.Vit.Auct.6 (v.l. ἐμψ.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυχήϊος — ηΐη, ον, Α ιων. τ. προικισμένος με ψυχή, ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek